Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν ἐπικαμπίῳ

См. также в других словарях:

  • ἐπικαμπίῳ — ἐπικάμπιος curved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικάμπιος — ἐπικάμπιος, ον (Α) [επικάμπτω] 1. επικαμπής, κυρτός 2. «ἐπικάμπιος τάξις» διάταξη μάχης κατά την οποία η μία ή και οι δύο πτέρυγες σχηματίζουν γωνία προς το μέσο τής φάλαγγας και προωθούνται για να πλευροκοπήσουν τον εχθρό ή οπισθοχωρούν για να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»